- σφραγίτις
- -ίτιδος, ἡ, Μείδος τού πηλού σφραγίς* τής Λήμνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σφραγίς με κατάλ. -ῖτις (πρβλ. στεφαν-ίτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek